- άραβος
- ἄραβος, ο (Α)1. το τρίξιμο των δοντιών2. κρότος, χτύπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα -βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το -β- του επιθήματος προέρχεται από ΙΕ χειλικό b ή χειλοϋπερωικό gw και έχει εκφραστική κυρίως αξία (πρβλ. βόμβος, θόρυβος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.